- λιποϊκός
- -ή, -όφρ. «λιποϊκό οξύ»(χημ.-βιοχ.) ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στη μετατροπή τού πυρουβικού οξέος σε ακετυλοσυνένζυμο Α μέσα στα κύτταρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… … Dictionary of Greek